- κατάτρησις
- κατάτρησις, εως, ἡ,A aperture, mostly pl., Epicur. ap. Placit.2.20.14, Dsc.5.102, Gal.7.728, al., Erot. s.v. σπόγγοι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατάτρησις — aperture fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρήσεις — κατάτρησις aperture fem nom/voc pl (attic epic) κατάτρησις aperture fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρήσεσι — κατάτρησις aperture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρήσεσιν — κατάτρησις aperture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάτρηση — (AM κατάτρησις) [κατατιτρώ] διάτρηση, τρύπημα, διάνοιξη οπών … Dictionary of Greek
κατατρήσεων — κατατρήσεω̆ν , κατάτρησις aperture fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)